Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγαθός
ἀγαίομαι
ἀγακλεής
ἀγακλειτός
ἀγακλυτός
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἄγαμαι
ἄγαμος
ἀγάννιφος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
ἀγαπητός
ἀγάρροος
ἄγασθε
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
View word page
ἀγανός

-ή, -όν.

ShortDef

mild, gentle, kindly

Debugging

Headword:
ἀγανός
Headword (normalized):
ἀγανός
Headword (normalized/stripped):
αγανος
IDX:
28
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.29
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}