Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβλώσκω
ἐκγεγάμεν
ἐκγεγαῶτι
ἐκγελάω
ε0κγίγνομαι
ἔκγονος
ἐκδέρω
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδιαβαίνω
ἐκδίδωμι
ἐκδύνω
ἐκέασσε
ἐκέδασθεν
ἐκέδασσε
View word page
ἔκγονος
[ἐκ- 2 + γον-, γεν-, γίγνομαι.]
ShortDef
born of, sprung from
Debugging
Headword:
ἔκγονος
Headword (normalized):
ἔκγονος
Headword (normalized/stripped):
εκγονος
IDX:
2865
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2866
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐκ- 2 + γον-, γεν-, γίγνομαι.]</p>'}