Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβλώσκω
ἐκγεγάμεν
ἐκγεγαῶτι
ἐκγελάω
ε0κγίγνομαι
ἔκγονος
ἐκδέρω
ἐκδέχομαι
ἐκδέω
ἔκδηλος
ἐκδιαβαίνω
View word page
ἐκβλώσκω

[ἐκ- 1.]

3 sing. aor. ἔκμολε.

ShortDef

come forth

Debugging

Headword:
ἐκβλώσκω
Headword (normalized):
ἐκβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
εκβλωσκω
IDX:
2860
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2861
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐκ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ἔκμολε.</p>'}