Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβλώσκω
ἐκγεγάμεν
ἐκγεγαῶτι
ἐκγελάω
ε0κγίγνομαι
ἔκγονος
ἐκδέρω
View word page
ἕκατος
(ϝεκ-)
[a short or pet from of ἑκατηβόλος.]
= ἑκατηβόλος Il. 1.385, Il. 6.83, Od. 3.71, 295.
ShortDef
far-shooting
Debugging
Headword:
ἕκατος
Headword (normalized):
ἕκατος
Headword (normalized/stripped):
εκατος
IDX:
2856
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2857
Key:
Data
{'content': '<p>(ϝεκ-)</p> <p>[a short or pet from of ἑκατηβόλος.]</p> <p>= ἑκατηβόλος Il. 1.385, Il. 6.83, Od. 3.71, 295.</p>'}