Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑκάς
ἑκάστοθι
ἕκαστος
ἑκάτερθε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβλώσκω
ἐκγεγάμεν
ἐκγεγαῶτι
View word page
ἑκατόμπεδος

-ον

[ἑκατόν + πεδ- (as in πεζός), πούς, in sense, a measure of length.]

Measuring a hundred feet: πυρήν Il. 23.164.

ShortDef

measuring a hundred feet

Debugging

Headword:
ἑκατόμπεδος
Headword (normalized):
ἑκατόμπεδος
Headword (normalized/stripped):
εκατομπεδος
IDX:
2852
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2853
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἑκατόν + πεδ- (as in πεζός), πούς, in sense, a measure of length.]</p> <p>Measuring a hundred feet: πυρήν Il. 23.164.</p>'}