Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐκάπυσσε
ἑκάς
ἑκάστοθι
ἕκαστος
ἑκάτερθε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
ἐκβλώσκω
ἐκγεγάμεν
View word page
ἑκατόμβοιος
[as ἑκατόμβη.]
ShortDef
worth a hundred oxen
Debugging
Headword:
ἑκατόμβοιος
Headword (normalized):
ἑκατόμβοιος
Headword (normalized/stripped):
εκατομβοιος
IDX:
2851
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2852
Key:
Data
{'content': '<p>[as ἑκατόμβη.]</p>'}