Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐκαλέσσατο
ἐκάλυψε
ἐκάπυσσε
ἑκάς
ἑκάστοθι
ἕκαστος
ἑκάτερθε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
ἐκβάλλω
ἔκβασις
View word page
ἑκατόζυγος
-ον
[ἑκατόν + ζυγόν.]
ShortDef
with a hundred benches for rowers
Debugging
Headword:
ἑκατόζυγος
Headword (normalized):
ἑκατόζυγος
Headword (normalized/stripped):
εκατοζυγος
IDX:
2849
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2850
Key:
Data
{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἑκατόν + ζυγόν.]</p>'}