Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἕκαθεν
ἐκάθηρε
ἐκαλέσσατο
ἐκάλυψε
ἐκάπυσσε
ἑκάς
ἑκάστοθι
ἕκαστος
ἑκάτερθε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
ἐκβαίνω
View word page
ἑκατηβόλος

(ϝεκατηβόλος)

[ἑκατη-, conn. with ἑκάς + βολ-, βάλλω. Cf. ἑκηβόλος.]

ShortDef

far-shooting

Debugging

Headword:
ἑκατηβόλος
Headword (normalized):
ἑκατηβόλος
Headword (normalized/stripped):
εκατηβολος
IDX:
2847
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2848
Key:

Data

{'content': '<p>(ϝεκατηβόλος)</p> <p>[ἑκατη-, conn. with ἑκάς + βολ-, βάλλω. Cf. ἑκηβόλος.]</p>'}