Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐκάη
ἕκαθεν
ἐκάθηρε
ἐκαλέσσατο
ἐκάλυψε
ἐκάπυσσε
ἑκάς
ἑκάστοθι
ἕκαστος
ἑκάτερθε
ἑκατηβελέτης
ἑκατηβόλος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβη
ἑκατόμβοιος
ἑκατόμπεδος
ἑκατόμπολις
ἑκατόμπυλος
ἑκατόν
ἕκατος
View word page
ἑκατηβελέτης
(ϝεκατηβελέτης)
[ἑκατη- (see next) + βελ-, βάλλω.]
= ἑκατηβόλος. Epithet of Apollo Il. 1.75.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἑκατηβελέτης
Headword (normalized):
ἑκατηβελέτης
Headword (normalized/stripped):
εκατηβελετης
IDX:
2846
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2847
Key:
Data
{'content': '<p>(ϝεκατηβελέτης)</p> <p>[ἑκατη- (see next) + βελ-, βάλλω.]</p> <p>= ἑκατηβόλος. Epithet of Apollo Il. 1.75.</p>'}