ἐΐσκω
(ϝεϝίσκω)
[app. for ϝεϝίκσκω, fr. ϝικ-, εἴκω1 Cf. ἴσκω, εἴκελος.]
For εἴσκοντες, v.l. for ἴσκοντες, see ἴσκω 2.
(ϝεϝίσκω)
[app. for ϝεϝίκσκω, fr. ϝικ-, εἴκω1 Cf. ἴσκω, εἴκελος.]
For εἴσκοντες, v.l. for ἴσκοντες, see ἴσκω 2.