Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἷσε
εἴσεαι
εἰσείδω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσελθών
εἰσέπτατο
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἴσεται
εἴσεται
εἴσῃ
εἰσήγαγε
εἰσῆλθε
εἰσήλυθον
εἶθα
εἰσί
εἴσιδον
View word page
εἰσερύω
[εἰσ- 2 + ἐρύω1.]
Nom. pl. masc. aor. pple. εὶσερύσαντες.
ShortDef
to draw into
Debugging
Headword:
εἰσερύω
Headword (normalized):
εἰσερύω
Headword (normalized/stripped):
εισερυω
IDX:
2804
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2805
Key:
Data
{'content': '<p>[εἰσ- 2 + ἐρύω1.]</p> <p>Nom. pl. masc. aor. pple. εὶσερύσαντες.</p>'}