Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εἰσάντα
εἴσατο
εἴσατο
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἷσε
εἴσεαι
εἰσείδω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσελθών
εἰσέπτατο
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἴσεται
εἴσεται
εἴσῃ
εἰσήγαγε
εἰσῆλθε
εἰσήλυθον
View word page
εἰσελαύνω

[εἰσ- 1, εἰσ- 2.]

Pres. pple. εἰσελάων Od. 10.83.

3 pl. aor. εἰσέλασαν Od. 13.113.

Nom. pl. masc. pple. εἰσελάσαντες Il. 15.385.

ShortDef

to drive in

Debugging

Headword:
εἰσελαύνω
Headword (normalized):
εἰσελαύνω
Headword (normalized/stripped):
εισελαυνω
IDX:
2801
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2802
Key:

Data

{'content': '<p>[εἰσ- 1, εἰσ- 2.]</p> <p>Pres. pple. εἰσελάων Od. 10.83.</p> <p>3 pl. aor. εἰσέλασαν Od. 13.113.</p> <p>Nom. pl. masc. pple. εἰσελάσαντες Il. 15.385.</p>'}