Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
εἰσανείδω
εἰσάνειμι
εἰσανιδών
εἰσανιών
εἰσάντα
εἴσατο
εἴσατο
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἷσε
εἴσεαι
εἰσείδω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσελθών
εἰσέπτατο
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἴσεται
εἴσεται
View word page
εἷσε
3 sing. aor. See ἕζομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εἷσε
Headword (normalized):
εἷσε
Headword (normalized/stripped):
εισε
IDX:
2797
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2798
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. See ἕζομαι.</p>'}