Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εἰσανάγω
εἰσανείδω
εἰσάνειμι
εἰσανιδών
εἰσανιών
εἰσάντα
εἴσατο
εἴσατο
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἷσε
εἴσεαι
εἰσείδω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσελθών
εἰσέπτατο
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἴσεται
View word page
εἰσβαίνω

ἐσβαίνω

[εἰσ- 2, εἰσ- 3, ἐσ-.]

3 sing. aor. opt. ἐσβαίη Il. 12.59.

Nom. pl. masc. pple. ἐσβάντες Il. 10.573.

ShortDef

to go into

Debugging

Headword:
εἰσβαίνω
Headword (normalized):
εἰσβαίνω
Headword (normalized/stripped):
εισβαινω
IDX:
2796
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2797
Key:

Data

{'content': '<p>ἐσβαίνω</p> <p>[εἰσ- 2, εἰσ- 3, ἐσ-.]</p> <p>3 sing. aor. opt. ἐσβαίη Il. 12.59.</p> <p>Nom. pl. masc. pple. ἐσβάντες Il. 10.573.</p>'}