Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εἷσαν
εἰσαναβαίνω
εἰσανάγω
εἰσανείδω
εἰσάνειμι
εἰσανιδών
εἰσανιών
εἰσάντα
εἴσατο
εἴσατο
εἰσαφικάνω
εἰσαφικνέομαι
εἰσβαίνω
εἷσε
εἴσεαι
εἰσείδω
εἴσειμι
εἰσελαύνω
εἰσελθών
εἰσέπτατο
εἰσερύω
View word page
εἰσαφικάνω

[εἰσ- 1 + ἀφ-, ἀπο- 7.]

To come to, arrive at, reach: λῆμνον Il. 14.230. Cf. Od. 22.99, 112.

ShortDef

to come to

Debugging

Headword:
εἰσαφικάνω
Headword (normalized):
εἰσαφικάνω
Headword (normalized/stripped):
εισαφικανω
IDX:
2794
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2795
Key:

Data

{'content': '<p>[εἰσ- 1 + ἀφ-, ἀπο- 7.]</p> <p>To come to, arrive at, reach: λῆμνον Il. 14.230. Cf. Od. 22.99, 112.</p>'}