Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

εἰνόδιος
εἰνοσίφυλλος
εἴξασκε
εἶξε
εἴξειε
εἷο
εἰοικυῖαι
εἶπον
εἶραι
εἴργω
εἴρερος
εἰρεσίη
εἰρήνη
εἰρήσεται
εἰρήσεται
εἴρηται
εἴρηται
ἔριον
εἰροκόμος
ἔρομαι
εἰροπόκος
View word page
εἴρερος

(σείρερος)

[(σ)είρω1.]

Slavery Od. 8.529.

ShortDef

bondage, slavery

Debugging

Headword:
εἴρερος
Headword (normalized):
εἴρερος
Headword (normalized/stripped):
ειρερος
IDX:
2748
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2749
Key:

Data

{'content': '<p>(σείρερος)</p> <p>[(σ)είρω1.]</p> <p>Slavery Od. 8.529.</p>'}