Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αἰνίζομαι
αἰνόθεν
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἶνος
αἰνός
αἴνυμαι
αἰνῶς
αἴξ
ἀΐας
αἰόλλω
αἰολοθώρηξ
αἰολομίτρης
αἰολόπωλος
αἰόλος
αἰπεινός
αἰπήεις
αἰπόλιον
αἰπόλος
αἰπός
αἰπύς
View word page
αἰόλλω
[αἰόλος]
ShortDef
to shift rapidly to and fro
Debugging
Headword:
αἰόλλω
Headword (normalized):
αἰόλλω
Headword (normalized/stripped):
αιολλω
IDX:
271
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.272
Key:
Data
{'content': '<p>[αἰόλος]</p>'}