Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
εἰδήοεις
εἶδος
εἶδον
εἴδωλον
εἶεν
εἴῃ
εἴη
εἵη
εἶθαρ
εἴθε
εἴκελος
εἰκοσάκις
εἴκοσι
εἰκοσινήριτος
εἰκοστός
εἴκω1
εἴκω2
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἶλαρ
View word page
εἴκελος
-η, -ον
(ϝείκελος)
[εἴκω1. Cf. ἴκελος, ὲΐσκω.]
ShortDef
like
Debugging
Headword:
εἴκελος
Headword (normalized):
εἴκελος
Headword (normalized/stripped):
εικελος
IDX:
2694
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2695
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>(ϝείκελος)</p> <p>[εἴκω1. Cf. ἴκελος, ὲΐσκω.]</p>'}