Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔθρεψε
ἔθω
εἰ
εἱαμενή
εἱανός
εἰαρινός
εἴασκον
εἵαται
εἵατο
εἴβω
εἰδάλιμος
εἶδαρ
εἰδήοεις
εἶδος
εἶδον
εἴδωλον
εἶεν
εἴῃ
εἴη
εἵη
εἶθαρ
View word page
εἰδάλιμος

[εἶδος.]

ShortDef

shapely, comely

Debugging

Headword:
εἰδάλιμος
Headword (normalized):
εἰδάλιμος
Headword (normalized/stripped):
ειδαλιμος
IDX:
2682
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2683
Key:

Data

{'content': '<p>-η</p> <p>[εἶδος.]</p>'}