Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐθείρω
ἐθελήσω
ἔθελξε
ἐθελοντήρ
ἐθέλχθης
ἐθέλω
ἕθεν
ἔθετο
ἐθηήσαντο
ἔθηκα
ἔθλασε
ἔθνος
ἔθορε
ἔθρεψε
ἔθω
εἰ
εἱαμενή
εἱανός
εἰαρινός
εἴασκον
εἵαται
View word page
ἔθλασε
3 sing. aor. θλάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔθλασε
Headword (normalized):
ἔθλασε
Headword (normalized/stripped):
εθλασε
IDX:
2669
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2670
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. θλάω.</p>'}