Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αἱμοφόρυκτος
αἱμύλιος
αἵμων
αἰναρέτης
αἰνέω
αἰνίζομαι
αἰνόθεν
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἶνος
αἰνός
αἴνυμαι
αἰνῶς
αἴξ
ἀΐας
αἰόλλω
αἰολοθώρηξ
αἰολομίτρης
αἰολόπωλος
αἰόλος
αἰπεινός
View word page
αἰνός
-ή, -όν.
ShortDef
dread, dire, grim
Debugging
Headword:
αἰνός
Headword (normalized):
αἰνός
Headword (normalized/stripped):
αινος
IDX:
266
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.267
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}