Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αἱμασιή
αἱματόεις
αἱμοφόρυκτος
αἱμύλιος
αἵμων
αἰναρέτης
αἰνέω
αἰνίζομαι
αἰνόθεν
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἶνος
αἰνός
αἴνυμαι
αἰνῶς
αἴξ
ἀΐας
αἰόλλω
αἰολοθώρηξ
αἰολομίτρης
αἰολόπωλος
View word page
αἰνοπαθής

[αἰνός + παθ-, πάσχω.]

ShortDef

suffering dire ills

Debugging

Headword:
αἰνοπαθής
Headword (normalized):
αἰνοπαθής
Headword (normalized/stripped):
αινοπαθης
IDX:
264
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.265
Key:

Data

{'content': '<p>[αἰνός + παθ-, πάσχω.]</p>'}