Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
ἔδμεναι
ἕδνα
ἕδος
ἔδοσαν
ἔδραθε
ἔδρακον
ἔδραμε
ἕδρα
ἑδριάομαι
ἔδυ
ἐδυνάσθη
ἐδυνήσατο
ἔδυσαν
ἔδυσαν
ἐδύσετο
ἐδύτην
View word page
ἔδρακον
aor. δέρκομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔδρακον
Headword (normalized):
ἔδρακον
Headword (normalized/stripped):
εδρακον
IDX:
2607
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2608
Key:
Data
{'content': '<p>aor. δέρκομαι.</p>'}