Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
ἔδμεναι
ἕδνα
ἕδος
ἔδοσαν
ἔδραθε
ἔδρακον
ἔδραμε
ἕδρα
ἑδριάομαι
ἔδυ
ἐδυνάσθη
ἐδυνήσατο
ἔδυσαν
View word page
ἕδος

τό

[(σ)εδ-, ἕζομαι.]

ShortDef

a sitting-place

Debugging

Headword:
ἕδος
Headword (normalized):
ἕδος
Headword (normalized/stripped):
εδος
IDX:
2604
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2605
Key:

Data

{'content': '<p>τό</p> <p>[(σ)εδ-, ἕζομαι.]</p>'}