Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
ἔδμεναι
ἕδνα
ἕδος
ἔδοσαν
ἔδραθε
ἔδρακον
ἔδραμε
ἕδρα
View word page
ἐδίδαξε

3 sing. aor. διδάσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐδίδαξε
Headword (normalized):
ἐδίδαξε
Headword (normalized/stripped):
εδιδαξε
IDX:
2599
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2600
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. διδάσκω.</p>'}