Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αἴθω
αἴθων
ἀϊκή
ἀϊκῶς
αἷμα
αἱμασιή
αἱματόεις
αἱμοφόρυκτος
αἱμύλιος
αἵμων
αἰναρέτης
αἰνέω
αἰνίζομαι
αἰνόθεν
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἶνος
αἰνός
αἴνυμαι
αἰνῶς
αἴξ
View word page
αἰναρέτης

[αἰνός + ἀρετή.]

Voc. αἰναρέτη (u.l. αἰναρέτα).

ShortDef

terribly brave

Debugging

Headword:
αἰναρέτης
Headword (normalized):
αἰναρέτης
Headword (normalized/stripped):
αιναρετης
IDX:
259
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.260
Key:

Data

{'content': '<p>[αἰνός + ἀρετή.]</p> <p>Voc. αἰναρέτη (u.l. αἰναρέτα).</p>'}