Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
ἔδμεναι
ἕδνα
ἕδος
View word page
ἐδεύησε

3 sing. aor. δεύω2.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐδεύησε
Headword (normalized):
ἐδεύησε
Headword (normalized/stripped):
εδευησε
IDX:
2594
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2595
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. δεύω2.</p>'}