Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
ἔδμεναι
ἕδνα
View word page
ἔδεσκε

3 sing. pa. iterative ἔδω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔδεσκε
Headword (normalized):
ἔδεσκε
Headword (normalized/stripped):
εδεσκε
IDX:
2593
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2594
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. pa. iterative ἔδω.</p>'}