Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
ἔδμεναι
View word page
ἐδέξατο
3 sing. aor. δέχομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐδέξατο
Headword (normalized):
ἐδέξατο
Headword (normalized/stripped):
εδεξατο
IDX:
2592
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2593
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. δέχομαι.</p>'}