Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
ἐδίηνε
View word page
ἔδεισε

3 sing. aor. See δείδοικα.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔδεισε
Headword (normalized):
ἔδεισε
Headword (normalized/stripped):
εδεισε
IDX:
2591
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2592
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. See δείδοικα.</p>'}