Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
ἐδητύς
ἐδίδαξε
ἐδίδου
View word page
ἔδειραν

3 pl. aor. δέρω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔδειραν
Headword (normalized):
ἔδειραν
Headword (normalized/stripped):
εδειραν
IDX:
2590
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2591
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. δέρω.</p>'}