Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐδάην
ἐδαμάσθην
ἐδάμασσα
ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
ἐδηδώς
View word page
ἐδείδιμεν

1 pl. ἐδείδισαν,

3 pl. plupf. See δείδοικα..

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐδείδιμεν
Headword (normalized):
ἐδείδιμεν
Headword (normalized/stripped):
εδειδιμεν
IDX:
2587
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2588
Key:

Data

{'content': '<p>1 pl. ἐδείδισαν,</p> <p>3 pl. plupf. See δείδοικα..</p>'}