Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐγώ
ἐδάην
ἐδαμάσθην
ἐδάμασσα
ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
ἐδήδαται
ἐδήδοται
View word page
ἐδέδμητο
3 sing. plupf. pass. δέμω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐδέδμητο
Headword (normalized):
ἐδέδμητο
Headword (normalized/stripped):
εδεδμητο
IDX:
2586
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2587
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. plupf. pass. δέμω.</p>'}