Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔγχος
ἐγχρίμπτω
ἐγώ
ἐδάην
ἐδαμάσθην
ἐδάμασσα
ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
ἔδεσκε
ἐδεύησε
View word page
ἔδαψε
3 sing. aor. δάπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔδαψε
Headword (normalized):
ἔδαψε
Headword (normalized/stripped):
εδαψε
IDX:
2584
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2585
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. δάπτω.</p>'}