Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἔγχος
ἐγχρίμπτω
ἐγώ
ἐδάην
ἐδαμάσθην
ἐδάμασσα
ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
ἔδειραν
ἔδεισε
ἐδέξατο
View word page
ἐδάσσατο

3 sing. ἐδάσαντο,

3 pl. aor. δατέομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐδάσσατο
Headword (normalized):
ἐδάσσατο
Headword (normalized/stripped):
εδασσατο
IDX:
2582
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2583
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. ἐδάσαντο,</p> <p>3 pl. aor. δατέομαι.</p>'}