Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐγχείῃ
ἔγχελυς
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἔγχος
ἐγχρίμπτω
ἐγώ
ἐδάην
ἐδαμάσθην
ἐδάμασσα
ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
ἔδειξε
View word page
ἐδάμασσα
aor. δαμάζω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐδάμασσα
Headword (normalized):
ἐδάμασσα
Headword (normalized/stripped):
εδαμασσα
IDX:
2579
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2580
Key:
Data
{'content': '<p>aor. δαμάζω.</p>'}