Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγχείη
ἐγχείῃ
ἔγχελυς
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἔγχος
ἐγχρίμπτω
ἐγώ
ἐδάην
ἐδαμάσθην
ἐδάμασσα
ἐδάμη
ἑδανός
ἐδάσσατο
ἔδαφος
ἔδαψε
ἐδέγμην
ἐδέδμητο
ἐδείδιμεν
ἔδειμα
View word page
ἐδαμάσθην

aor. pass. δαμάζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐδαμάσθην
Headword (normalized):
ἐδαμάσθην
Headword (normalized/stripped):
εδαμασθην
IDX:
2578
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2579
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pass. δαμάζω.</p>'}