Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αἰθρηγενής
αἶθρος
αἴθυια
αἴθω
αἴθων
ἀϊκή
ἀϊκῶς
αἷμα
αἱμασιή
αἱματόεις
αἱμοφόρυκτος
αἱμύλιος
αἵμων
αἰναρέτης
αἰνέω
αἰνίζομαι
αἰνόθεν
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἶνος
αἰνός
View word page
αἱμοφόρυκτος
[αἷμα + φορυκ-, φορύσσω.]
ShortDef
defiled with blood
Debugging
Headword:
αἱμοφόρυκτος
Headword (normalized):
αἱμοφόρυκτος
Headword (normalized/stripped):
αιμοφορυκτος
IDX:
256
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.257
Key:
Data
{'content': '<p>[αἷμα + φορυκ-, φορύσσω.]</p>'}