Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
ἐγρηγόρθασι
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἔγροιτο
ἐγχείη
ἐγχείῃ
ἔγχελυς
ἐγχεσίμωρος
ἐγχέσπαλος
ἐγχέω
ἔγχος
ἐγχρίμπτω
ἐγώ
View word page
ἐγρήσσω

[ἐγρ-, ἐγείρω.]

ShortDef

to be awake

Debugging

Headword:
ἐγρήσσω
Headword (normalized):
ἐγρήσσω
Headword (normalized/stripped):
εγρησσω
IDX:
2566
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2567
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐγρ-, ἐγείρω.]</p>'}