Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
ἐγρηγόρθασι
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἔγροιτο
ἐγχείη
ἐγχείῃ
View word page
ἐγκύρω

[ἐγ-, ἐν- 2.]

3 sing. aor. ἐνέκυρσε.

ShortDef

to fall in with, light upon, meet with

Debugging

Headword:
ἐγκύρω
Headword (normalized):
ἐγκύρω
Headword (normalized/stripped):
εγκυρω
IDX:
2559
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2560
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 2.]</p> <p>3 sing. aor. ἐνέκυρσε.</p>'}