Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
ἐγρηγόρθασι
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἔγροιτο
ἐγχείη
View word page
ἐγκρύπτω

[ἐγ-, ἐν- 1.]

3 sing. aor. ἐνέκρυψε.

ShortDef

to hide

Debugging

Headword:
ἐγκρύπτω
Headword (normalized):
ἐγκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
εγκρυπτω
IDX:
2558
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2559
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ἐνέκρυψε.</p>'}