Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
ἐγρηγόρθασι
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
ἔγροιτο
View word page
ἐγκοσμέω

[ἐγ-, ἐν- 1.]

To arrange or stow in.

With dat.: τὰ τεύχεα νηΐ Od. 15.218.

ShortDef

to arrange in

Debugging

Headword:
ἐγκοσμέω
Headword (normalized):
ἐγκοσμέω
Headword (normalized/stripped):
εγκοσμεω
IDX:
2557
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2558
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 1.]</p> <p>To arrange or stow in.</p> <p>With dat.: τὰ τεύχεα νηΐ Od. 15.218.</p>'}