Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
ἐγρηγόρθασι
ἐγρηγορτί
ἐγρήσσω
View word page
ἐγκονέω
[app. ἐγ-, ἐν-. Second element obscure.]
ShortDef
to be quick and active, make haste, hasten
Debugging
Headword:
ἐγκονέω
Headword (normalized):
ἐγκονέω
Headword (normalized/stripped):
εγκονεω
IDX:
2556
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2557
Key:
Data
{'content': '<p>[app. ἐγ-, ἐν-. Second element obscure.]</p>'}