Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐγένοντο
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
ἐγρηγόρθασι
ἐγρηγορτί
View word page
ἐγκλίνω
[ἐγ-, ἐν- 3.]
3 sing. pf. pass. ἐγκέκλιται.
ShortDef
to bend in
Debugging
Headword:
ἐγκλίνω
Headword (normalized):
ἐγκλίνω
Headword (normalized/stripped):
εγκλινω
IDX:
2555
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2556
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 3.]</p> <p>3 sing. pf. pass. ἐγκέκλιται.</p>'}