Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐγείρω
ἐγέλασσε
ἐγένοντο
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
ἐγρηγοράω
ἐγρήγορθαι
View word page
ἐγκεράννυμι
[ἐγ-, ἐν- 1.]
Fem. aor. pple. ἐγκεράσασα.
ShortDef
to mix in, mix
Debugging
Headword:
ἐγκεράννυμι
Headword (normalized):
ἐγκεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκεραννυμι
IDX:
2553
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2554
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 1.]</p> <p>Fem. aor. pple. ἐγκεράσασα.</p>'}