Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγεγώνευν
ἐγείνατο
ἐγείρω
ἐγέλασσε
ἐγένοντο
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
ἔγνων
ἔγρετο
View word page
ἔγκειμαι

[ἐγ-, ἐν- 1.]

2 sing. fut. ἐγκείσεαι.

ShortDef

to lie in, be wrapped in

Debugging

Headword:
ἔγκειμαι
Headword (normalized):
ἔγκειμαι
Headword (normalized/stripped):
εγκειμαι
IDX:
2551
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2552
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 1.]</p> <p>2 sing. fut. ἐγκείσεαι.</p>'}