Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγέγωνε
ἐγεγώνει
ἐγεγώνευν
ἐγείνατο
ἐγείρω
ἐγέλασσε
ἐγένοντο
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
ἐγκοσμέω
ἐγκρύπτω
ἐγκύρω
View word page
ἐγκαταπήγνυμι

[ἐγ-, ἐν- 2, κατα- 1.]

Aor. ἐγκατέπηξα.

ShortDef

to thrust firmly in

Debugging

Headword:
ἐγκαταπήγνυμι
Headword (normalized):
ἐγκαταπήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
εγκαταπηγνυμι
IDX:
2549
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2550
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐγ-, ἐν- 2, κατα- 1.]</p> <p>Aor. ἐγκατέπηξα.</p>'}