Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐγγύθι
ἐγγύς
ἐγδούπησαν
ἐγέγωνε
ἐγεγώνει
ἐγεγώνευν
ἐγείνατο
ἐγείρω
ἐγέλασσε
ἐγένοντο
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
ἐγκονέω
View word page
ἔγημε
3 sing. aor. γαμέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔγημε
Headword (normalized):
ἔγημε
Headword (normalized/stripped):
εγημε
IDX:
2546
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2547
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. γαμέω.</p>'}