Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐγγύθεν
ἐγγύθι
ἐγγύς
ἐγδούπησαν
ἐγέγωνε
ἐγεγώνει
ἐγεγώνευν
ἐγείνατο
ἐγείρω
ἐγέλασσε
ἐγένοντο
ἔγημε
ἐγήρα
ἔγκατα
ἐγκαταπήγνυμι
ἐγκατατίθημι
ἔγκειμαι
ἐγκέκλιται
ἐγκεράννυμι
ἐγκέφαλος
ἐγκλίνω
View word page
ἐγένοντο

3 pl. aor. γίγνομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐγένοντο
Headword (normalized):
ἐγένοντο
Headword (normalized/stripped):
εγενοντο
IDX:
2545
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2546
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. γίγνομαι.</p>'}