Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αἶθοψ
αἴθρη
αἰθρηγενής
αἰθρηγενής
αἶθρος
αἴθυια
αἴθω
αἴθων
ἀϊκή
ἀϊκῶς
αἷμα
αἱμασιή
αἱματόεις
αἱμοφόρυκτος
αἱμύλιος
αἵμων
αἰναρέτης
αἰνέω
αἰνίζομαι
αἰνόθεν
αἰνόμορος
View word page
αἷμα
-ατος, τό.
ShortDef
blood
Debugging
Headword:
αἷμα
Headword (normalized):
αἷμα
Headword (normalized/stripped):
αιμα
IDX:
253
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.254
Key:
Data
{'content': '<p>-ατος, τό.</p>'}